Κάσελ, Έρνεστ Τζόζεφ — (Sir Ernest Joseph Cassel, 1852 – 1921). Άγγλος οικονομολόγος και τραπεζίτης, γερμανικής καταγωγής. Γιος τραπεζίτη, εγκαταστάθηκε το 1870 στο Λονδίνο όπου εργάστηκε ως ανώτερος υπάλληλος σε τράπεζα και προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην υπόθεση… … Dictionary of Greek
Κάσελ, Καρλ Γκούσταβ — (Karl Gustav Cassel, 1866 – 1945). Σουηδός οικονομολόγος. Σπούδασε μαθηματικά και οικονομικές επιστήμες στη Γερμανία και στην Αγγλία και μετά την επιστροφή του στη Σουηδία δίδαξε πολιτική οικονομία στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Ο Κ. είναι… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Έσεν — I (Hessen). Ομοσπονδιακό κρατίδιο (21.114 τ. χλμ., 6.077.826 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, στην κεντρική ζώνη της χώρας. Κατά τα μέσα του 13ου αι. το Έ. ήταν ήδη ανεξάρτητο και, μολονότι είχε διαμορφωθεί σε αδιαίρετο λανδγραβάτο, διαμελίστηκε… … Dictionary of Greek
εκλέκτορας — Τίτλος –στα γερμανικά Kurfϋrsten– που έφεραν μερικοί από τους ηγεμόνες των γερμανικών κρατών και ορισμένοι εκκλησιαστικοί παράγοντες, οι οποίοι από το 1204 συμμετείχαν στην εκλογή του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το έτος αυτό,… … Dictionary of Greek
Γκριμ, Λούντβιχ Έμιλ — (Ludwig Emil Grimm, Χανάου 1790 – Κάσελ 1863). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Ήταν αδελφός των Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ (βλ. λ. Γκριμ, αδελφοί). Διετέλεσε καθηγητής της ακαδημίας ζωγραφικής του Κάσελ και φιλοτέχνησε πολλούς πίνακες με… … Dictionary of Greek
Liste der griechischen Bezeichnungen deutscher Orte — In dieser Liste werden für deutsche Toponyme (d.h. Namen von Städten, Landschaften, Flüssen, Gebirgen usw. des deutschsprachigen Raumes) die griechischen Entsprechungen angegeben. Inhaltsverzeichnis 1 Α 2 Β 3 Γ 4 Δ 5 Ε 6 … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Exonyme für deutsche Toponyme — In dieser Liste werden für deutsche Toponyme (d.h. Namen von Städten, Landschaften, Flüssen, Gebirgen usw. des deutschsprachigen Raumes) die griechischen Entsprechungen angegeben. Inhaltsverzeichnis 1 Α 2 Β 3 Γ 4 Δ … Deutsch Wikipedia
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α … Dictionary of Greek